Τρίτη 1 Οκτωβρίου 2019

Το γέλιο σου








Το γέλιο σου
 
Πάρε μου το ψωμί, αν θες,
πάρε μου τον αγέρα, μα
μη μου παίρνεις το γέλιο σου.
Μη μου παίρνεις το ρόδο,
τη λόγχη που τινάζεις,
το νερό που ξάφνου
χυμά απ’ τη χαρά σου,
το απότομο κύμα
το ασήμι που γεννάς.
Είναι σκληρός ο αγώνας μου και γυρνώ
με μάτια κουρασμένα
θωρώντας κάποτε
τη γη που δεν αλλάζει,
μα έρχεται το γέλιο σου
αναθρώσκωντας στον ουρανό γυρεύοντάς με
και μου ανοίγει τις πόρτες
όλες της ζωής.
Αγάπη μου, στις πιο μαύρες
ώρες μου τινάζεται
το γέλιο σου, κι όταν ξάφνου
δεις το αίμα μου
να λεκιάζει τις πέτρες του δρόμου,
γέλα, γιατί το γέλιο σου
θα ‘ναι στα χέρια μου
σα δροσερό σπαθί.
Δίπλα στη θάλασσα του φθινοπώρου,
το γέλιο σου ας αναβρύσει
σα σιντριβάνι, όλο αφρό
και την άνοιξη, αγάπη,
θέλω το γέλιο σου σαν
τον ανθό που πρόσμενα,
τον γαλανό ανθό, το ρόδο
της βουερής πατρίδας μου.
Γέλα στη νύχτα,
στη μέρα στο φεγγάρι,
γέλα στις στριφτές
στράτες του νησιού,
γέλα σ’ αυτό το άγαρμπο
αγόρι που σ’ αγαπά,
μα όταν ανοίγω τα μάτια και τα κλείνω,
όταν τα βήματά μου φεύγουν,
όταν γυρνούν τα βήματά μου,
αρνήσου με το ψωμί, τον αγέρα,
το φως, την άνοιξη,
μα ποτέ το γέλιο σου
γιατί θα πεθάνω.
Πάρε μου το ψωμί, αν θες,
πάρε μου τον αγέρα, μα
μη μου παίρνεις το γέλιο σου.
Μη μου παίρνεις το ρόδο,
τη λόγχη που τινάζεις,
το νερό που ξάφνου
χυμά απ’ τη χαρά σου,
το απότομο κύμα
το ασήμι που γεννάς.
Είναι σκληρός ο αγώνας μου και γυρνώ
με μάτια κουρασμένα
θωρώντας κάποτε
τη γη που δεν αλλάζει,
μα έρχεται το γέλιο σου
αναθρώσκωντας στον ουρανό γυρεύοντάς με
και μου ανοίγει τις πόρτες
όλες της ζωής.
Αγάπη μου, στις πιο μαύρες
ώρες μου τινάζεται
το γέλιο σου, κι όταν ξάφνου
δεις το αίμα μου
να λεκιάζει τις πέτρες του δρόμου,
γέλα, γιατί το γέλιο σου
θα ‘ναι στα χέρια μου
σα δροσερό σπαθί.
Δίπλα στη θάλασσα του φθινοπώρου,
το γέλιο σου ας αναβρύσει
σα σιντριβάνι, όλο αφρό
και την άνοιξη, αγάπη,
θέλω το γέλιο σου σαν
τον ανθό που πρόσμενα,
τον γαλανό ανθό, το ρόδο
της βουερής πατρίδας μου.
Γέλα στη νύχτα,
στη μέρα στο φεγγάρι,
γέλα στις στριφτές
στράτες του νησιού,
γέλα σ’ αυτό το άγαρμπο
αγόρι που σ’ αγαπά,
μα όταν ανοίγω τα μάτια και τα κλείνω,
όταν τα βήματά μου φεύγουν,
όταν γυρνούν τα βήματά μου,
αρνήσου με το ψωμί, τον αγέρα,
το φως, την άνοιξη,
μα ποτέ το γέλιο σου
γιατί θα πεθάνω.




  Γεύση

Με αστρολογίες κίβδηλες και αυτόχρημα επισφαλείς,
με χούγια αν θες κομμάτι ζοφερότερα,
που αναποδογυρίστηκαν κι αδειάσαν κρουνηδόν στα χάη,
κι έχουν χυθεί παντού μες στου παντός το μέγα Απέραντο,
μα πάντα μνέσκουν πλάι-πλάι –έτσι συντήρησα
μία ροπή, μία κλίση, μία τάση, μία γεύση φιλέρημη.

Και τη συντήρησα –λέω– καλά: ’τί τη συντήρησα
με συζητήσεις σαν πριονισμένα μαδέρια ρακώδεις,
με την ταπεινότητα των καρεκλιών, με λόγια μπασμένα
στη δουλειά σα σκλάβοι πρόθυμοι
μα με τη δεύτερή τους βούληση,
την πηκτότητα έχοντας του γάλακτος, των νεκρών
εβδομάδων, του αλυσωμένου αέρα
που κροταλεί απάνω από πόλεις και άστεα.

Ποιός μπορεί να κομπάσει υπομονή διεκδικώντας
πιό στέρεη; Η σοφία με φασκιώνει μ’ ένα δέρμα συμπαγές,
με ντύνει μ’ ένα χρώμα κουλουριασμένο σα φίδι·
τα πλάσματά μου τα γεννά η μακρυπόδαρη άρνηση·
αχ, μου φτάνει έν’ αψέντι να γευτώ, ένα όποιο ποτό,
μου φτάνει,
κι ευθύς μετά εγώ εξαφανίζω τη μέρα που διάλεξα: η μέρα
όμοια και απαράλλαχτη μ’ όλες τις χθόνιες μέρες.

Ζω γιομάτος ουσία χρώματος κοινού, σιγαληνού,
σα γριά μάννα ζω, σα θυγατέρα
που όλο κάνει μόνο υπομονή, σαν ίσκιος
εκκλησίας ή σαν ανάπαυση ζω οστέων τεταπεινωμένων.
Πλήρης υδάτων πηγαίνω,
πλήρης υδάτων τραβώ του βυθού,
που ετοιμαστήκαν
να πλαγιάσουν με τη θλιμμένη τους, εν κόποις, αγρύπνια.

Στα κιθάρινα σπλάχνα μου γέρος φυσάει αγέρας, φυσάει
ξερός και σύντονος, αγέρας στερεότυπος, ακίνητος,
σαν την πιστή τροφή, σαν τον καπνό πανομοιότυπος:
στοιχείο αναπαυόμενο, λαδάκι ζωντανό.
Πουλί σκληρό,
στο κεφάλι μου επάνω καθούμενο,
εποπτεύει τα πάντα·
ένας άγγελος ζει στου σπαθιού μου τον αιθέρα
αυτοπροαιρέτως εκεί αμετάβλητος.


Πάμπλο Νερούδα 

 (μετάφραση:Κεντρωτής Γιώργος)

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Χαρούμενα Γενέθλια

ph.GZ.   Παγίδα στημένη από καιρό. Επαναλαμβανόμενος στίχος -τείχος. Θανατηφόρο τετράγωνο πλαίσιο. Μετρημένη και αλυσοδεμένη με μεζούρα η ζω...