Πέμπτη 31 Οκτωβρίου 2019

Πρώτο μου παιχνίδι το κρυφτό.








Πολυτέλεια το αρκούδισμα.
Νεοσσός ακόμη περπάτησα στα δυο μου πόδια.
Σκοτεινό πέπλο. Πρώτο μου παιχνίδι το κρυφτό.
Σκληρός ο τοίχος.
Έμαθα τους κανόνες γρήγορα.
Κρύψε τα συναισθήματα.
Κάλυψε το πρόσωπο και με τα δυο σου χέρια.
Μέτρα γρήγορα.
Ο χρόνος είναι χρήμα.
Βγάλε τις μάσκες των άλλων.
Όχι τη δική σου.
Σκέψου διπλωματικά.
Τα χέλια δεν πιάνονται στα δίχτυα.
Πέτα, αν απλά τρέξεις σε φτύνουν.
Τόλμα.
Η ξελευθερία είναι μόνο για αυτούς που είναι αναιδείς με το Είναι τους.

Γεωργία Ζανν'ικου

Τετάρτη 23 Οκτωβρίου 2019

Εγώ δεν είμαι μόνο αυτός που βλέπεις



Εγώ δεν είμαι μόνο αυτός που βλέπεις, αυτός που ξέρεις
δεν είμαι μόνο αυτός που θα’ πρεπε να μάθεις.
Κάθε επιφάνεια της σάρκας μου κάπου τη χρωστάω
αν σ’ αγγίξω με την άκρη του δαχτύλου μου
σ’ αγγίζουν εκατομμύρια άνθρωποι,
αν σου μιλήσει μια λέξη μου
σου μιλάνε εκατομμύρια άνθρωποι -
Θ’ αναγνωρίσεις τ’ άλλα κορμιά που πλάθουν το δικό μου;
Θα βρεις τις πατημασιές μου μες σε μυριάδες χνάρια;
Θα ξεχωρίσεις την κίνησή μου μες τη ροή του πλήθους;
Είμαι κι ότι έχω υπάρξει και πια δεν είμαι -
τα πεθαμένα μου κύτταρα, οι πεθαμένες
πράξεις, οι πεθαμένες σκέψεις
γυρνάν τα βράδια να ξεδιψάσουν στο αίμα μου.
Είμαι ότι δεν έχω γίνει ακόμα -
μέσα μου σφυροκοπάει η σκαλωσιά του μέλλοντος.
Είμαι ότι πρέπει να γίνω-
γύρω μου οι φίλοι απαιτούν οι εχθροί απαγορεύουν.
Μη με γυρέψεις αλλού
μονάχα εδώ να με γυρέψεις
μόνο σε μένα.

Τίτος Πατρίκιος.

Τρίτη 15 Οκτωβρίου 2019

Ένα παρελθόν σαν περισπωμένη



photo by G.Z
Βάζω κατάρτι και πανί σε κάθε λέξη
Και την αφήνω στο νερό να ταξιδέψει
Δένω μια πρόταση γερά στην προκυμαία
Να ανεμίζει σαν αγέρωχη σημαία.

Βρίσκω δειλά μια συλλαβή και τη μαλώνω
Έτσι ανέμελα που τρέχει μες στον δρόμο
Και ένα ρήμα ξεχασμένο στα βιβλία
Το ετοιμάζω για να ζήσει μεγαλεία.

Ένα παρελθόν σαν περισπωμένη
Ξάπλα στη στροφή να με περιμένει
Μέλλον σκοτεινό σε καιρό ζητιάνο
Στο συντακτικό τη ζωή μου χάνω.

Παίρνω μια φράση υπεράνω υποψίας
Βάζω γυαλιά στην εποχή της μυωπίας
Και κρύβω πίσω από μια απλή δασεία
Τα όνειρά μου σαν τρανή περιουσία.

Κλείνω προθέσεις και συνδέσμους στο συρτάρι
Σκέψεις εφήβου που μπορεί και να σαλτάρει
Μια αναλφάβητη ζωή τραβάει κάρο
Χωρίς τελεία κι ένα φίλο για τσιγάρο.


Γιάννης Πανουτσόπουλος.

Σάββατο 5 Οκτωβρίου 2019

Ορός ζωής




photo by G.Z.




Η χαρά επιστρέφει

όταν δεν την κρατάς
όμηρο των δισταγμών σου
όταν δεν την φυλακίζεις
στον αυτισμό των λογισμών σου.


Η χαρά επιστρέφει .

Ακόμη κι όταν έχει χάσει το δρόμο
γυρνά από εκείνο το μονοπάτι
που εσύ ο ίδιος φρόντισες
να μείνει καθαρό ξεριζώνοντας
πίκρες, αδικίες κι ενοχές.

Φωτιά του Προμηθέα
πάνω σε κάτοπτρα αντικριστά
αντανακλά τα πολλαπλά της είδωλα
γεμίζοντας το στήθος με φως λυτρωτικό .

Εκρηκτικός μηχανισμός
από τα βάθη της ψυχής
πυροδοτεί το σώμα και τότε νιώθεις
να φυτρώνουν στους ώμους σου φτερά.


Έμμα Τσιβρά.

Τρίτη 1 Οκτωβρίου 2019

Το γέλιο σου








Το γέλιο σου
 
Πάρε μου το ψωμί, αν θες,
πάρε μου τον αγέρα, μα
μη μου παίρνεις το γέλιο σου.
Μη μου παίρνεις το ρόδο,
τη λόγχη που τινάζεις,
το νερό που ξάφνου
χυμά απ’ τη χαρά σου,
το απότομο κύμα
το ασήμι που γεννάς.
Είναι σκληρός ο αγώνας μου και γυρνώ
με μάτια κουρασμένα
θωρώντας κάποτε
τη γη που δεν αλλάζει,
μα έρχεται το γέλιο σου
αναθρώσκωντας στον ουρανό γυρεύοντάς με
και μου ανοίγει τις πόρτες
όλες της ζωής.
Αγάπη μου, στις πιο μαύρες
ώρες μου τινάζεται
το γέλιο σου, κι όταν ξάφνου
δεις το αίμα μου
να λεκιάζει τις πέτρες του δρόμου,
γέλα, γιατί το γέλιο σου
θα ‘ναι στα χέρια μου
σα δροσερό σπαθί.
Δίπλα στη θάλασσα του φθινοπώρου,
το γέλιο σου ας αναβρύσει
σα σιντριβάνι, όλο αφρό
και την άνοιξη, αγάπη,
θέλω το γέλιο σου σαν
τον ανθό που πρόσμενα,
τον γαλανό ανθό, το ρόδο
της βουερής πατρίδας μου.
Γέλα στη νύχτα,
στη μέρα στο φεγγάρι,
γέλα στις στριφτές
στράτες του νησιού,
γέλα σ’ αυτό το άγαρμπο
αγόρι που σ’ αγαπά,
μα όταν ανοίγω τα μάτια και τα κλείνω,
όταν τα βήματά μου φεύγουν,
όταν γυρνούν τα βήματά μου,
αρνήσου με το ψωμί, τον αγέρα,
το φως, την άνοιξη,
μα ποτέ το γέλιο σου
γιατί θα πεθάνω.
Πάρε μου το ψωμί, αν θες,
πάρε μου τον αγέρα, μα
μη μου παίρνεις το γέλιο σου.
Μη μου παίρνεις το ρόδο,
τη λόγχη που τινάζεις,
το νερό που ξάφνου
χυμά απ’ τη χαρά σου,
το απότομο κύμα
το ασήμι που γεννάς.
Είναι σκληρός ο αγώνας μου και γυρνώ
με μάτια κουρασμένα
θωρώντας κάποτε
τη γη που δεν αλλάζει,
μα έρχεται το γέλιο σου
αναθρώσκωντας στον ουρανό γυρεύοντάς με
και μου ανοίγει τις πόρτες
όλες της ζωής.
Αγάπη μου, στις πιο μαύρες
ώρες μου τινάζεται
το γέλιο σου, κι όταν ξάφνου
δεις το αίμα μου
να λεκιάζει τις πέτρες του δρόμου,
γέλα, γιατί το γέλιο σου
θα ‘ναι στα χέρια μου
σα δροσερό σπαθί.
Δίπλα στη θάλασσα του φθινοπώρου,
το γέλιο σου ας αναβρύσει
σα σιντριβάνι, όλο αφρό
και την άνοιξη, αγάπη,
θέλω το γέλιο σου σαν
τον ανθό που πρόσμενα,
τον γαλανό ανθό, το ρόδο
της βουερής πατρίδας μου.
Γέλα στη νύχτα,
στη μέρα στο φεγγάρι,
γέλα στις στριφτές
στράτες του νησιού,
γέλα σ’ αυτό το άγαρμπο
αγόρι που σ’ αγαπά,
μα όταν ανοίγω τα μάτια και τα κλείνω,
όταν τα βήματά μου φεύγουν,
όταν γυρνούν τα βήματά μου,
αρνήσου με το ψωμί, τον αγέρα,
το φως, την άνοιξη,
μα ποτέ το γέλιο σου
γιατί θα πεθάνω.




  Γεύση

Με αστρολογίες κίβδηλες και αυτόχρημα επισφαλείς,
με χούγια αν θες κομμάτι ζοφερότερα,
που αναποδογυρίστηκαν κι αδειάσαν κρουνηδόν στα χάη,
κι έχουν χυθεί παντού μες στου παντός το μέγα Απέραντο,
μα πάντα μνέσκουν πλάι-πλάι –έτσι συντήρησα
μία ροπή, μία κλίση, μία τάση, μία γεύση φιλέρημη.

Και τη συντήρησα –λέω– καλά: ’τί τη συντήρησα
με συζητήσεις σαν πριονισμένα μαδέρια ρακώδεις,
με την ταπεινότητα των καρεκλιών, με λόγια μπασμένα
στη δουλειά σα σκλάβοι πρόθυμοι
μα με τη δεύτερή τους βούληση,
την πηκτότητα έχοντας του γάλακτος, των νεκρών
εβδομάδων, του αλυσωμένου αέρα
που κροταλεί απάνω από πόλεις και άστεα.

Ποιός μπορεί να κομπάσει υπομονή διεκδικώντας
πιό στέρεη; Η σοφία με φασκιώνει μ’ ένα δέρμα συμπαγές,
με ντύνει μ’ ένα χρώμα κουλουριασμένο σα φίδι·
τα πλάσματά μου τα γεννά η μακρυπόδαρη άρνηση·
αχ, μου φτάνει έν’ αψέντι να γευτώ, ένα όποιο ποτό,
μου φτάνει,
κι ευθύς μετά εγώ εξαφανίζω τη μέρα που διάλεξα: η μέρα
όμοια και απαράλλαχτη μ’ όλες τις χθόνιες μέρες.

Ζω γιομάτος ουσία χρώματος κοινού, σιγαληνού,
σα γριά μάννα ζω, σα θυγατέρα
που όλο κάνει μόνο υπομονή, σαν ίσκιος
εκκλησίας ή σαν ανάπαυση ζω οστέων τεταπεινωμένων.
Πλήρης υδάτων πηγαίνω,
πλήρης υδάτων τραβώ του βυθού,
που ετοιμαστήκαν
να πλαγιάσουν με τη θλιμμένη τους, εν κόποις, αγρύπνια.

Στα κιθάρινα σπλάχνα μου γέρος φυσάει αγέρας, φυσάει
ξερός και σύντονος, αγέρας στερεότυπος, ακίνητος,
σαν την πιστή τροφή, σαν τον καπνό πανομοιότυπος:
στοιχείο αναπαυόμενο, λαδάκι ζωντανό.
Πουλί σκληρό,
στο κεφάλι μου επάνω καθούμενο,
εποπτεύει τα πάντα·
ένας άγγελος ζει στου σπαθιού μου τον αιθέρα
αυτοπροαιρέτως εκεί αμετάβλητος.


Πάμπλο Νερούδα 

 (μετάφραση:Κεντρωτής Γιώργος)

Χαρούμενα Γενέθλια

ph.GZ.   Παγίδα στημένη από καιρό. Επαναλαμβανόμενος στίχος -τείχος. Θανατηφόρο τετράγωνο πλαίσιο. Μετρημένη και αλυσοδεμένη με μεζούρα η ζω...