Οδεύοντας
Εκεί απόγευμα στην παραλία.
Μαζί και μόνοι μας.
Κανείς δεν προσέχει τις ρυτίδες.
Βλέμματα αδιάφορα στις κυρτωμένες πλάτες.
Στο βουητό της παρατεταμένης σιωπής
κάπου μπερδευτήκαμε.
Μπλέξαμε το μονοπάτι με το γιαλό
και χαθήκαμε περπατώντας στη θάλασσα.
Βαραίνει το νου ο κυρίαρχος μύθος,
μουλιάζει επικίνδυνα το σώμα.
Δυνάστης ο άνεμος
στις δικές μας ενοχές δικαιώνεται.
Έλα δώσε μου το χέρι σου.
Μη φοβάσαι.
Και η μανιασμένη θάλασσα
κομμάτι του δικού μας πλανήτη είναι.
Γιώργος Θ. Τζιας (ανέκδοτο)
Κενά κορμιά
Κορμιά κενά
απρόσωπα
προμήνυμα
ξεκάθαρο θανάτου.
Μαύρο σκοτάδι
άβυσσος
σ’ αυτό που ονόμασαν πατρίδα.
Σιωπή ενόχου
ανέκφραστη
στης Θέμιδας το μυστικό κιτάπι.
Play back το μοιρολόι
στου φωτός
το προκαθορισμένο τέλος.
Κι εγώ;
Στολισμένος
οδεύω στη διαδήλωση.
Τα ίδια πανό
τα ίδια συνθήματα
στους ίδιους δρόμους
στα ίδια ξεθωριασμένα πεζοδρόμια.
Η ίδια απρόσωπη ξύλινη γλώσσα.
Κι εγώ;
Στολισμένος οδεύω στο ναό.
Τους ίδιους ύμνους
τις ίδιες δεήσεις
το ίδιο τελετουργικό
τα ίδια ξεθωριασμένα στασίδια.
Η ίδια απρόσωπη ξύλινη γλώσσα.
Κενά κορμιά
ξύλινη γλώσσα
εκούσιος του θανάτου μου υπήκοος.