Δευτέρα 23 Σεπτεμβρίου 2019

Οδεύοντας





Οδεύοντας

Εκεί απόγευμα στην παραλία.
Μαζί και μόνοι μας.
Κανείς δεν προσέχει τις ρυτίδες.
Βλέμματα αδιάφορα στις κυρτωμένες πλάτες.
Στο βουητό της παρατεταμένης σιωπής
κάπου μπερδευτήκαμε.
Μπλέξαμε το μονοπάτι με το γιαλό
και χαθήκαμε περπατώντας στη θάλασσα.
Βαραίνει το νου ο κυρίαρχος μύθος,
μουλιάζει επικίνδυνα το σώμα.
Δυνάστης ο άνεμος
στις δικές μας ενοχές δικαιώνεται.
Έλα δώσε μου το χέρι σου.
Μη φοβάσαι.
Και η μανιασμένη θάλασσα
κομμάτι του δικού μας πλανήτη είναι.


Γιώργος Θ. Τζιας (ανέκδοτο)



Κενά κορμιά

Κορμιά κενά
απρόσωπα
προμήνυμα
ξεκάθαρο θανάτου.
Μαύρο σκοτάδι
άβυσσος
σ’ αυτό που ονόμασαν πατρίδα.
Σιωπή ενόχου
ανέκφραστη
στης Θέμιδας το μυστικό κιτάπι.
Play back το μοιρολόι
στου φωτός
το προκαθορισμένο τέλος.
Κι εγώ;
Στολισμένος
οδεύω στη διαδήλωση.
Τα ίδια πανό
τα ίδια συνθήματα
στους ίδιους δρόμους
στα ίδια ξεθωριασμένα πεζοδρόμια.
Η ίδια απρόσωπη ξύλινη γλώσσα.
Κι εγώ;
Στολισμένος οδεύω στο ναό.
Τους ίδιους ύμνους
τις ίδιες δεήσεις
το ίδιο τελετουργικό
τα ίδια ξεθωριασμένα στασίδια.
Η ίδια απρόσωπη ξύλινη γλώσσα.
Κενά κορμιά
ξύλινη γλώσσα
εκούσιος του θανάτου μου υπήκοος.


Γιώργος Θ. Τζιας, από τη συλλογή "τ' α-Δέσποτα"


Κυριακή 1 Σεπτεμβρίου 2019

Ο,ΤΙ ΘΥΜΑΜΑΙ ΑΠΟ ΤΗ ΜΑΡΙΑ….




photo by:zannikou georgia
1
Τη μέρα εκείνη, με τη μπλε σεπτεμβριανή σελήνη,
σε μια μικρή δαμασκηνιά αποκάτω, δίχως λέξη
να λέμε, κράταγα στην αγκαλιά μου τη χλωμή μου
αγάπη, κι είταν όνειρο γλυκό – αχ, και να μη φέξει!
Κι απάνω μας, στον όμορφο τον ουρανό του θέρους,
καθόταν ένα σύννεφο που τό ’βλεπα ώρες και ώρες:
λευκό, κατάλευκο, τεράστιο, στον αιθέρα αλάργα·
μα σαν επήγα να το ξαναδώ, είταν σ’ άλλες χώρες.

2
Από τη μέρα εκείνη και μετά φεγγάρια πλήθος
κολύμπησαν αμίλητα στα πέλαγα τα ουράνια.
Κοπήκαν οι δαμασκηνιές· ξυλεύτηκαν· καήκαν –
κι εσύ όλο με ρωτάς τί απέγινε ο έρωτας. Αδράνεια
του νου, σου λέω, με κωλύει να θυμηθώ, κι εν τούτοις
καταλαβαίνω, ναι, καλά τί πας να πεις. Αχ, σβήσει
πλέον έχει μέσα μου η όψη της, δεν τη θυμάμαι διόλου·
θυμάμαι, πάντως, πως την είχα τότε, ω ναι, φιλήσει.

3
Αλλά κι εκείνο το φιλί θαν τό ’χα λησμονήσει
από καιρό, αν δεν είτανε παρόν και μας θωρούσε
το συννεφάκι… τότε… που το ξέρω… το θυμάμαι:
λευκό, κατάλευκο, στον ουρανό βραδυπορούσε.
Μπορεί οι δαμασκηνιές να θάλλουν πάντοτε, ν’ ανθίζουν,
κι εκείνη η κοπελιά ίσως νά ’χει εφτά παιδιά να θρέψει
αυτή την ώρα. Αλλά τί λίγο που άνθισε εκεί τότε
το σύννεφο! Και πόσο βιάστηκε ο αέρας να το δρέψει!



BERTOLT BRECHT

Χαρούμενα Γενέθλια

ph.GZ.   Παγίδα στημένη από καιρό. Επαναλαμβανόμενος στίχος -τείχος. Θανατηφόρο τετράγωνο πλαίσιο. Μετρημένη και αλυσοδεμένη με μεζούρα η ζω...