Μάταια, καθώς...και όσο...
Μάταια, καιρό τώρα, δραπετεύουμε όλο και πιο συχνά από το ασφυκτικό πενταψήφιο
ξωτικό και προσπαθούμε, με οδηγό τα αδιάψευστα χείλη μας, να παραβιάσουμε το
σταθερό κόκκινο, που σε σχήμα ανοιχτής καρδιάς αιμορροεί στο ικρίωμα του νηπενθούς
φανοστάτη και να νιώσουμε την υπόσταση κάποιας αγαπημένης μας αλαφροήσκιωτης
μορφής.
*
Μάταια, καθώς το χαμόγελό μας σβήνει, θαρρείς σαν αποτσίγαρο, κάτω από μπότες
ηττημένων-κατακτητών που σαλπίζουν: <<υποστολή της σημαίας των μαχών μας>> και
στη συνέχεια τη διπλώνουν με ανυπόμονη-υπομονή για να σκεπάσουν μ' αυτήν και να
σβήσουν, στο επόμενο παράγγελμα, την πυρκαγιά της προσμονής μας.
*
Μάταια, όσο ο ίσκιος του σκιάχτρου μας-με κεφάλι απελπισμένης τερακότας-κινητικά
ανάπηρος αποδημεί στο οικείο, κενό του, με το παράπονο μιας άσκαστης κροτίδας-
κρότου, γράφοντας με τα πυρετικά δέκατα της γλώσσας του ένα υπόηχο-χλωμό:<< γεια!
>> στην νοηματική υπέρτερων αισθήσεων.
*
Μάταια, καθώς ΑΝΘΡΩΠΟΙ άλλοι ολόγυμνοι, μονάχα με έναν αριθμό-έγκαυμα στην
πλάτη τους, προστίθενται ''αποστειρωμένοι'' καθημερινά στις αμαρτωλές ατζέτες της
άστατης -στατιστικής και άλλοι , οπαδοί των ανέξοδων υποθετικών συνδέσμων της
συγκυρίας , φλερτάρουν ανερυθρίαστα με το υπόρραμμα της πολύφερνης, παλαιόθεν,
εταίρας συνωμοσίας.
*
Μάταια, όσο τον κυκλώνα της ''ουσίας'' τον εξοβελίζει ο ''αντικυκλώνας'' της εξουσίας
μακριά από πεδία αόρατης βολής και επτασφράγιστων φερέτρων, όπου η, ασθενής και
οδοιπόρος αμαρτίαν ουκ έχει , νέμεσις με την περιοδική θαμπάδα υποκείμενου
καταρράκτη στις κόγχες, στρώνει Μωσαϊκούς νόμους πάνω σε κατολισθαίνουσες
μορφές, που φέρουν τρύπιες φαρέτρες σε ισχνούς ώμους.
Μωρόγιαννη με τίτλο << Το χαμόγελο σβησμένο>>.