Από την παιδική μου ηλικία λίγα πράγματα θυμάμαι. Ότι ταξίδευα ώρα πολύ,
σε άγνωστους τόπους πριν κοιμηθώ. Ότι συχνά φοβόμουν τις φωνές του ύπνου.
Όταν οι νύχτες άναβαν τ’ άστρα τους κι εγώ μιλούσα στα νερά, με
ψελλίσματα λέξεων, μ’ ανέμου φωνήεντα.
Επειδή τότε έμοιαζα πολύ, δειλό κοτσύφι σε χέρσο χωράφι. Μαύρα μαλλιά,
μάτια μαύρα κι ένα πουκάμισο βρώμικο που το πιο συχνά ήταν κουρέλι. Ένα αδύνατο
κοτσύφι χωρίς ηλικία.
Αναζητούσα ότι μετράει το κύμα, ότι συλλαβίζει το όνειρο. Στον χάρτινο χρόνο
ανάμεσα σ’ ένα σβησμένο φεγγάρι και σε μια δυσανάγνωστη ιστορία.
Σ’ ένα βιβλίο που οι φωνές των
ενοίκων κουβέντιαζαν πίνοντας στιφό κρασί. Μου έγνεφαν να πιώ μαζί τους, κρυφά,
λόγω που ήμουν ακόμη παιδί.
Χαμηλώνει ο καιρός. Κρύβομαι σ’ ένα κουτί που μια μάγισσα φύλαγε τις
γητειές της κι ένας δολοφόνος έκρυβε το μαχαίρι του.
Ολονυχτίς μες στο κουτί μου άκουγα την μάνα μου Κλυταιμνήστρα να
εξομολογείται τα μυστικά της, τον αδερφό μου Ορέστη να κουβεντιάζει τους
εφιάλτες του.
Δημήτρης Κούνδουρος
Από
την ποιητική συλλογή «Ντιμπούκ- Αναγνώσεις μιας θεατρικής παράστασης», Αθήνα